βαθυγνώμων

βαθυγνώμων
βαθυγνώμων, -ον (AM)
1. βαθυστόχαστος
2. πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -γνώμων < γνώμων («γνώστης, ερευνητής») < γιγνώσκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαθυγνώμων — of profound wisdom masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυγνώμονα — βαθυγνώμων of profound wisdom neut nom/voc/acc pl βαθυγνώμων of profound wisdom masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυγνωμονέστερος — βαθυγνώμων of profound wisdom masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυγνώμονι — βαθυγνώμων of profound wisdom dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυγνώμονος — βαθυγνώμων of profound wisdom gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”